- πανδοσίας
- πανδοσίᾱς , πανδοσίαone who gives herself to allfem acc plπανδοσίᾱς , πανδοσίαone who gives herself to allfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βρέττιοι — (Brutii ή Brittii). Ονομασία των κατοίκων της Βρεττίας, που βρισκόταν στην Κάτω Ιταλία. Το 356 π.Χ., οι Β. συγκρότησαν ισχυρή ομοσπονδία στην περιοχή της Πανδοσίας και προσπάθησαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στις ελληνικές αποικίες της… … Dictionary of Greek
Κωνσεντία — Αρχαία ελληνική πόλη της Κάτω Ιταλίας, μεταξύ Τερίνης και Ιππωνίου. Ήταν χτισμένη πάνω σε μια λοφοπλαγιά, στις πηγές των ποταμών Κράθιδα και Βουσέντη. Η Κ. αναφέρεται πρώτη φορά στην ιστορία ως τοποθεσία ταφής του Αλέξανδρου Α’, αδελφού της… … Dictionary of Greek
Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… … Dictionary of Greek